- έντερο
- Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο μέρος της πέψης και τη θέση απορρόφησης των θρεπτικών στοιχείων από το αίμα, και σε παχύ έ., που περιλαμβάνει το τυφλό, το κόλον και το απευθυσμένο. Είναι υπεύθυνο για την απορρόφηση του νερού από το εντερικό περιεχόμενο (περίπου 1.200 γραμμάρια την ημέρα) και τη σταδιακή μετατροπή των άχρηστων προϊόντων της πέψης σε κόπρανα, που στη συνέχεια αποβάλλει από το σώμα.
Το λεπτό, που υποδιαιρείται στο δωδεκαδάκτυλο, στη νήστιδα και στον ειλεό (που είναι και το μακρύτερο τμήμα του), είναι όργανο σωληνοειδές, μήκους περίπου 7 μ. και διαμέτρου 2-4 εκ. Τα τοιχώματά του αποτελούνται, εσωτερικά προς εξωτερικά, από τους εξής χιτώνες: βλεννογόνο, υποβλεννογόνιομυϊκό και ορογόνο· ο τελευταίος απαρτίζεται από το σπλαγχνικό πέταλο του περιτοναίου, που περιβάλλει ολόκληρο αυτό το τμήμα του ε., εκτός από το δωδεκαδάκτυλο. Η νήστιδα και ο ειλεός φαίνονται σαν να κρέμονται από το πίσω τοίχωμα της κοιλιάς με μια φαρδιά περιτοναϊκή πτυχή, που ονομάζεται μεσεντέριο· μέσα από το μεσεντέριο περνούν τα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία καθώς και τα νεύρα του ε. Στο σημείο ένωσης ειλεού και παχέος ε. υπάρχει ένας βαλβιδικός σχηματισμός, η ειλεοτυφλική βαλβίδα, που αποτρέπει την παλινδρόμηση υλικού από το τυφλό στο λεπτό ε. Ο βλεννογόνος του λεπτού ε. έχει κυκλοτερείς πτυχές, ορατές με γυμνό μάτι· σε εξέταση με έναν απλό μεγεθυντικό φακό, εμφανίζεται να καλύπτεται από πολυάριθμες κωνικές, κυλινδρικές ή φυλλοειδείς προεξοχές, που ονομάζονται εντερικές λάχνες. Επιθηλιακά κύτταρα που καλύπτουν την επιφάνεια των λαχνών απορροφούν τις χωνεμένες θρεπτικές ουσίες. Αυτά τα ίδια τα κύτταρα έχουν προεξοχές, που ονομάζονται μικρολάχνες. Οι πτυχές, οι λάχνες και οι μικρολάχνες αυξάνουν την επιφάνεια του βλεννογόνου του ε. κατά περίπου 600 φορές. Ανάμεσα στις λάχνες, ο βλεννογόνος εμφανίζει, τον ένα δίπλα στον άλλο, τους σωληνώδεις αδένες του Γκαλεάτι-Λίμπερκιν, που εκκρίνουν το εντερικό υγρό. Άλλοι σπουδαίοι σχηματισμοί του εντερικού βλεννογόνου είναι τα λεμφοζίδια, που βρίσκονται συναθροισμένα στο τελευταίο μέρος του ειλεού, σχηματίζοντας τις λεγόμενες παϊέρειες πλάκες. Ο μεγάλος αριθμός λευκοκυττάρων στο έ. έχει σκοπό την προστασία του από μόλυνση. Το λεπτό έ. εκτελεί κυρίως δύο λειτουργίες· τη συνέχιση της πέψης των τροφών και την απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών. Η πέψη πραγματοποιείται από το παγκρεατικό υγρό και τη χολή (που μεταφέρονται με πόρους από το πάγκρεας και το ήπαρ στο δωδεκαδάκτυλο) και το εντερικό υγρό· το τελευταίο περιέχει ένα σύμπλεγμα ενζύμων, τα οποία διασπούν τις πολυπεπτίδες σε αμινοξέα, αμυλάση, μαλτάση, ινβερτάση, που διασπούν τους υδατάνθρακες, λιπάση και νουκλεοτιδάση, που δρουν αντίστοιχα στα λίπη και στα νουκλεϊνικά οξέα και, τέλος, στο εντερικό υγρό υπάρχει η εντεροκινάση, που ενεργοποιεί το παγκρεατικό υγρό. Η απορρόφηση των προϊόντων της πέψης γίνεται με ποικίλους φυσικο-χημικούς μηχανισμούς στο ύψος των λαχνών, που είναι πλούσιες σε αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία. Οι πρωτεΐνες και οι υδατάνθρακες κατά τη διάρκεια της πέψης μεταφέρονται μέσω των τριχοειδών αγγείων των λαχνών στην πυλαία φλέβα και με αυτή στο ήπαρ. Τα λίπη απορροφώνται μέσω των χυλοφόρων αγγείων των λαχνών. Η διαδικασία της πέψης και της απορρόφησης διευκολύνεται από τη συνεχή ανάμειξη, στην οποία υποβάλλονται οι τροφές κατά το πέρασμά τους στους εντερικούς έλικες· διακρίνονται τρεις διαφορετικοί τύποι κινήσεων: τμηματικές, περισταλτικές και εκκρεμοειδείς. Οι πρώτες χαρακτηρίζονται από μία σειρά δακτυλιοειδών συσπάσεων των τοιχωμάτων του ε., το οποίο με αυτό τον τρόπο διαιρείται σε πολλά τμήματα· από το πιο ευρύ μέρος τους αρχίζουν οι επόμενες συσπάσεις κ.ο.κ. Οι περισταλτικές κινήσεις είναι κύματα συσπάσεων, που διατρέχουν ολόκληρο τον πεπτικό σωλήνα από το πάνω μέρος του μέχρι τον πρωκτό, προκαλώντας την προώθηση του περιεχομένου του· οι εκκρεμοειδείς κινήσεις οφείλονται σε κύματα δακτυλιοειδών συσπάσεων που διατρέχουν μικρά τμήματα του ε. και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Το παχύ έ. έχει μεγαλύτερη διάμετρο από το τυφλό και μήκος περίπου 1,5 μ. Το τυφλό είναι το πρώτο τμήμα του παχέος ε., στο οποίο συνεχίζεται το λεπτό έ. και με το οποίο συνδέεται η σκωληκοειδής απόφυση· προς τα πάνω συνεχίζεται το κόλον ως ανιόν και στη συνέχεια ως εγκάρσιο και κατιόν. Το τελευταίο μέρος του παχέος ε. ακουμπά στο βαθούλωμα του ιερού οστού ως σιγμοειδές κόλον, διασχίζει το περίνεο και τελειώνει με το ορθό ή απευθυσμένο, το οποίο επιτελεί τη λειτουργία της αποβολής των κοπράνων. Όσον αφορά τη δομή του, το παχύ έ. διακρίνεται από το λεπτό για την απουσία των λαχνών και πτυχών (μόνο στο ορθό συναντούμε πτυχές) και για την αφθονία του βλεννογόνου και των αδένων του σε κύτταρα που παράγουν βλέννα, με σκοπό τη λίπανση του εντερικού περιεχομένου, που προορίζεται για αποβολή. Μαζί με την αχώνευτη κυτταρίνη και άλλες διαιτητικές ίνες, το υλικό που περνάει στο παχύ ε. αποτελείται από νερό, χρωστικές ουσίες χολής, κατάλοιπα μεταλλικών στοιχείων, άφθονα βακτηρίδια, νεκρά κύτταρα από το επιθήλιο του πεπτικού σωλήνα και εκκρίσεις βλέννας από το κατώτερο τμήμα του ειλεού. Από τις συγγενείς ανωμαλίες του ε., αναφέρονται οι ανωμαλίες θέσης, μήκους και διαμέτρου. Οι φλεγμονές του ε. περιλαμβάνουν τις εντερίτιδες, τις εντεροκολίτιδες και τις κολίτιδες· οι φλεγμονές που περιορίζονται στο τυφλό αποκαλούνται και τυφλίτιδες, εκείνες του απευθυσμένου, πρωκτίτιδες. Στο έ. μπορεί να προκληθούν κακώσεις από τραύματα των κοιλιακών τοιχωμάτων με ή χωρίς λύση της συνέχειάς τους· και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να προκληθεί ρήξη του εντερικού τοιχώματος με έξοδο του περιεχομένου του στην περιτοναϊκή κοιλότητα, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα περιτονίτιδα, κατάσταση που χρειάζεται άμεσα χειρουργική αντιμετώπιση.
Διάτρηση του ε. μπορεί να προκληθεί και από φλεγμονή του τοιχώματός του, όπως οξεία σκωληκοειδίτιδα, φυματιώδες έλκος, κοιλιακός τύφος, εκκολπωματίτιδα, από νεοπλασίες, από νέκρωση του τοιχώματος ύστερα από τοπικό έμφραγμα, περίσφιγξη, στένωση από ξένα σώματα κ.ά. Άλλη παθολογική κατάσταση του ε. είναι η εμφάνιση εκκολπωμάτων· πρόκειται για σακοειδείς προεκβολές των τοιχωμάτων του, ο αυλός των οποίων βρίσκεται σε επικοινωνία με εκείνον του ε. Τα εκκολπώματα μπορεί να είναι συγγενή ή επίκτητα, ενώ τα τοιχώματα των τελευταίων συχνά αποτελούνται μόνο από βλεννογόνο, που προβάλλει μέσα από ασθενή σημεία του εντερικού τοιχώματος. Επιπλοκή των εκκολπωμάτων είναι η φλεγμονή τους, που οφείλεται στη λίμναση, εντός αυτών, κοπρανώδους υλικού και κατά συνέπεια και μικροβίων, η ρήξη και η αιμορραγία. Η απόφραξη των αρτηριών του ε. από θρόμβωση ή έμβολα, προκαλεί έμφραγμα του αντίστοιχου τμήματος του πεπτικού σωλήνα· το έμφραγμα ακολουθείται από νέκρωση και ρήξη του τμήματος που προσβλήθηκε· η πάθηση είναι πολύ βαριά και μόνο η άμεση χειρουργική επέμβαση μπορεί να βελτιώσει την πρόγνωση. Συστροφή του ε. αποκαλείται η περιστροφή ενός εντερικού έλικα γύρω από τον άξονα του μεσεντερίου, με το οποίο ενώνεται· η περιστροφή αυτή συμπαρασύρει αναπόφευκτα και τα αγγεία του μεσεντερίου, πράγμα που προκαλεί νέκρωση του τμήματος που προσβλήθηκε, εξαιτίας ελαττωμένης παροχής αίματος. Ο εγκολεασμός προκαλείται όταν ένα τμήμα του ε. εισέλθει μέσα στο αμέσως επόμενο εντερικό τμήμα (συνήθως, είναι ο ειλεός που εισέρχεται στο κόλον)· και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να προκληθούν μεγάλες και μη ανατάξιμες διαταραχές της εντερικής κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα τη νέκρωση του εντερικού έλικα που έχει υποστεί εγκολεασμό. Από τις παθήσεις του ε., μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφραξή του, δηλαδή η κατάργηση της διαβατότητάς του, πάθηση γνωστή ως ειλεός. Οι αποφράξεις διακρίνονται σε οξείες και χρόνιες· οι πρώτες μπορεί να είναι μηχανικές ή δυναμικές. Μηχανική απόφραξη συμβαίνει όταν ο εντερικός αυλός αποφραχθεί από ουλές, νεοπλασίες, ξένα σώματα, περισφιγμένες κήλες, συστροφή των εντερικών ελίκων, εγκολεασμό κ.ά.· στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτών, εκτός από τη στάση του εντερικού περιεχομένου, συνυπάρχει και σοβαρή διαταραχή της αιματικής κυκλοφορίας στο ύψος της έλικας που έχει αποφραχθεί, που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε νέκρωση του εντερικού τοιχώματος, διάτρηση και περιτονίτιδα. Η δυναμική απόφραξη είναι σχεδόν πάντα παραλυτικής φύσης (παραλυτικός ειλεός): οι κινήσεις του πεπτικού σωλήνα αναστέλλονται εξαιτίας φλεγμονής ενός τμήματος του ε. ή αντανακλαστικά, από περιτοναϊκό ερεθισμό· η κατάσταση αυτή απαντάται κυρίως στις οξείες φλεγμονές του ε. και στις περιτονίτιδες. Οποιαδήποτε μορφή απόφραξης (ειλεού), ανεξάρτητα από τον κίνδυνο της διάτρησης, αποτελεί πάντα μια σοβαρή κατάσταση, εξαιτίας των σημαντικών διαταραχών της κυκλοφορίας και των ηλεκτρολυτών καθώς και του γενικού τοξικού συνδρόμου που προκαλεί· εάν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, με τα κατάλληλα θεραπευτικά μέσα, οδηγεί σχεδόν πάντα σε θάνατο.
Στο έ., τέλος, μπορεί να εμφανιστούν καλοήθεις και κακοήθεις νεοπλασίες· η συμπτωματολογία ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο και κυρίως με την εντόπιση της νεοπλασίας. Ο καρκίνος του παχέος ε. αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο μετά από τον καρκίνο του πνεύμονα.
εντερικά παράσιτα. Παράσιτο είναι ένας οργανισμός που ζει επάνω ή μέσα σε ένα ζωντανό πλάσμα. Τα εντερικά παράσιτα του ανθρώπου περιλαμβάνουν ορισμένα πρωτόζωα και σκουλήκια. Τα πρωτόζωα είναι οι πιο απλοί, μονοκύτταροι οργανισμοί. Δύο τύποι πρωτοζώων μπορεί να προκαλέσουν εντερικές λοιμώξεις: η γιαρδία λάμπλια και η ιστολυτική ενδαμοιβάδα. Ο οργανισμός γιαρδία λάμπλια προσβάλλει το λεπτό έντερο. Μεταδιδόμενος από μολυσμένη τροφή ή νερό ή με άμεση προσωπική επαφή, προσκολλάται στην επιφάνεια του ε. αλλά δεν προσβάλλει τους ιστούς. Η γιαρδίαση μπορεί να περάσει χωρίς θεραπεία, αλλά η λοίμωξη μπορεί να είναι χρόνια, προκαλώντας έντονες κρίσεις διάρροιας και αερίων, και κοιλιακό πόνο που απαιτεί ιατρική θεραπεία.
εντερική λιποδυστροφία. Σπάνια πεπτική διαταραχή άγνωστης αιτίας. Τα συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν κακή απορρόφηση θρεπτικών ουσιών, διάρροια, κοιλιακό πόνο και προοδευτική απώλεια βάρους. Προσβάλλει συνήθως μεσήλικους άνδρες. Η θεραπεία περιλαμβάνει λήψη αντιβιοτικών για πολλούς μήνες.
εντερικό μπάι-πας (παρακαμπτήριος). Εγχείρηση, κατά την οποία μία έλικα κοντά στην αρχή του λεπτού ε. ενώνεται με μία έλικα κοντά στο τέλος του, για να περιοριστεί η απορρόφηση τροφών σε περιπτώσεις βαριάς παχυσαρκίας. Η διαδικασία σπάνια γίνεται, λόγω σοβαρών παρενεργειών.
εντεροστομία. Χειρουργικός σχηματισμός ενός ανοίγματος στα τοιχώματα της κοιλιάς, για να επιτρέψει στο τμήμα του λεπτού ε. να κενώνει τα κόπρανα σε έναν σάκο προσαρμοσμένο στο δέρμα.
1. Απεικόνιση των εκκρεμοειδών κινήσεων του εντέρου (α) και των αποτελεσμάτων τους επί του εσωτερικού περιεχομένου (β). 2. Σχηματική παράσταση που δείχνει την προώθηση του εντερικού περιεχομένου υπό την πίεση του περισταλτικού κύματος.
* * *και άντερο, το (AM ἔντερον)το σωληνοειδές τμήμα τού πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτόαρχ.-μσν.φρ. «ἔντερα γῆς»α) τα σκουλήκιαβ) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοιαρχ.1. χορδή τόξου κατασκευασμένη από έντερο2. μήτρα, κοιλιά3. το εσωτερικό τών καρπών4. φρ. «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με ολιγοφαγία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη, που από την Αρχαία δήλωνε τα εντόσθια, ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. ∂nderk', -ac, αρχ. ισλ. i∂ar. Η πρωταρχική γενική σημ. «εσωτερικός» απαντά στα αρχ. ινδ. antara-, αβεστ. antara-, λατ. interior καθώς και στα επίρρ. αρχ. ινδ. antar, λατ. inter. Ο τ. ανάγεται σε ΙE *en (βλ. εν) και εμφανίζει το επίθημα τού συγκριτικού βαθμού *-tero-].
Dictionary of Greek. 2013.